απολέπιση

απολέπιση
η
(ιατρ.), το πέσιμο του εξωτερικού στρώματος της επιδερμίδας ανθρώπου ή ζώου με μορφή μικρών ή μεγάλων λεπιών ύστερα από ορισμένες αρρώστιες (ιλαρά, οστρακιά, ψωρίαση κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολέπιση — η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού 2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • απολεπιδούμαι — ἀπολεπιδοῡμαι ( όομαι) (Α) παθαίνω απολέπιση …   Dictionary of Greek

  • αποφολίδωση — η 1. η αφαίρεση των φολίδων, των λεπιών, απολέπιση 2. το γδάρσιμο ζώου με φολιδωτό δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ιλαρά — Οξεία, λοιμώδης, ιογενής ασθένεια, η οποία συχνά εμφανίζεται ως επιδημία σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς και προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Μεταδίδεται εύκολα με άμεση αλλά και έμμεση επαφή. Μετά από επώαση 10 12 ημερών, η ι. εισβάλλει με… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύαση — και ιχθύωση, η δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό λεπιών επάνω στο δέρμα και απολέπιση τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ichtyose < νεολατ. ichtyosis < ichty (πρβλ. ιχθυ[ο] ) + osis. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπισμός — λεπισμός, ὁ (Μ) [λεπίζω (Ι)] απολέπιση, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek

  • ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”